- πικρότερ'
- πικρότερα , πικρόςpointedneut nom/voc/acc comp plπικρότερε , πικρόςpointedmasc voc comp sgπικρότεραι , πικρόςpointedfem nom/voc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.